σκούαλος

σκούαλος
(squalus acanthias ή acanthias vnlgaris). Σελάχιος της οικογένειας των Σκουαλιδών, της τάξης των σκουαλόμορφων. Το ψάρι αυτό, μήκους κατά μέσο όρο 85 εκ., έχει πολύ ευλύγιστο σώμα και οι άνω και κάτω γνάθοι του είναι εφοδιασμένοι με έξι σειρές δοντιών, αρκετά κυρτών προς τα πίσω- καθένα από τα δυο ραχιαία πτερύγια είναι εφοδιασμένο στο μπροστινό τμήμα με ένα ισχυρό αγκάθι, δυνατό αμυντικό όπλο. Ο σ. είναι πολύ επιθετικός και μερικές φορές για να ακολουθήσει τα ψάρια καταστρέφει τα δίχτυα των ψαράδων· ζει σε βάθος ως 200-300 μ., σε όλες σχεδόν τις θάλασσες, αλλά είναι κοινός προπάντων στις εύκρατες ζώνες. Η σάρκα του και τα έμβρυα που περιέχονται στους θυλάκους είναι εδώδιμα. Ένα μεγαλύτερο είδος - μέγιστο μήκος 1,50 μ. - είναι ο σ. ο κοκκώδης ή σαγκρί (centrophorus gra-nulosus), του οποίου τα ονόματα προήλθαν από το δέρμα του, από το οποίο γίνονται ωραία δερμάτινα είδη· ζει στον ανατολικό Ατλαντικό και στη Μεσόγειο, ακόμα και σε βάθη μεγαλύτερα των 500 μ. Η σάρκα του δεν είναι εύγευστη. O σκουάλος (scualus acanthias), αδηφάγο και επιθετικό ψάρι, ζει κυρίως στις εύκρατες ζώνες αλλά ιδιαίτερα στον ανατολικό Ατλαντικό.
* * *
ο, Ν
ζωολ. γένος μικρόσωμων πλευροτρηματικών σελάχιων χονδροϊχθύων, τυπικό τής οικογένειας σκουαλίδες, που ανήκει στην κατηγορία τών σκυλόψαρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. squalus < λατ. squalus «είδος ψαριού»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκυλόψαρο — Όνομα με το οποίο αναφέρονται διάφοροι σκουάλοι, και ιδιαίτερα ο σκουάλος ο λευκός (carcharodon carcharias), της οικογένειας των Ισουριδών, της τάξης των σκουαλόμορφων. Το σ. αυτό, που απαντιέται αλλά δεν είναι κοινό σε όλες τις θερμές θάλασσες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”